- εἰλεώδεις
- εἰλεώδηςof the nature ofmasc/fem acc plεἰλεώδηςof the nature ofmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειλεώδης — ες (AM εἰλεώδης, ες) αυτός που αναφέρεται στον ειλεό ή παρουσιάζει συμπτώματα ειλεού αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ειλεό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ εἰλεώδεις όσοι πάσχουν από ειλεό … Dictionary of Greek